πρόβροτος

πρόβροτος
πρό-βροτος, , einer, der vorher Mensch war

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρόβροτος — former mortal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβροτος — ό, Α άνθρωπος που προϋπήρξε. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βροτός «θνητός»] …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”